κατουρώ

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities

Source

Greek Monolingual

(I)
-άω, -έω (ΑΜ κατουρῶ, -έω)
1. αποβάλλω ούρα, ουρώκυνίδιον... κατουρῆσαν πολλάκις», Λουκιαν.)
2. βρέχω κάποιον ή κάτι με τα ούρα μου (α. «το μωρό μέ κατούρησε» β. «ἅς ἐγὼ φυλάξομαι νὴ τὸν Ποσειδῶ μὴ κατουρήσωσί μου», Αριστοφ.)
νεοελλ.
1. μεταχειρίζομαι υβριστικά κάποιον, περιφρονώ κάποιον, δεν τον λογαριάζω («δεν τον κατουράς, τον βλάκα»)
2. μέσ. κατουριούμαι και -ιέμαι
α) ουρώ ακουσίως πάνω μου
β) αισθάνομαι την ανάγκη να ουρήσω
γ) φοβάμαι υπερβολικά («κατουρήθηκα από τον φόβο μου»)
3. φρ. «μάζεψε τα κατουρημένα του κι έφυγε» — έφυγε ντροπιασμένος
4. παροιμ. «κάτσε καλά, κατούρησε κι αν δε θωρείς θωρού σε» — πρέπει πάντοτε να λαμβάνονται οι αναγκαίες προφυλάξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + οὐρέω / - «κατουρώ»].———————— (II)
κατουρῶ, -όω (Α)
πλέω με ούριο άνεμο («τὸ δὲ λοιπὸν πλῆθος ἐπαράμενον τοὺς ἱστοὺς καὶ κατουρῶσαν αὖθις ἀπεχώρει πρὸς τὴν Ἱερὰν νῆσον», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ουρόω / - (οὖρος (I) «ευνοϊκός άνεμος»), πρβλ. απ-ουρώ, επ-ουρώ].