κράσπεδο

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source

Greek Monolingual

το (AM κράσπεδον)
1. το ακρότατο μέρος ενός πράγματος
2. το άκρο υφάσματος, η ούγια, ή ενδύματος, ο γύρος, ο ποδόγυρος (α. «η Φραγκογιαννού ετίναξε τα κράσπεδα τών ενδυμάτων της», Παπαδ.
β. «ἥψατο τοῡ κρασπέδου τοῡ ἱματίου αὐτοῡ», ΚΔ)
3. φρ. α) «τα κράσπεδα του όρους» — οι πρόποδες, οι υπώρειες του βουνού
β) «κράσπεδα στρατοπέδου» — τα κέρατα της παράταξης, οι άκρες της στρατιωτικής παράταξης («ὄχλον πρὸς κρασπέδοισι στρατοπέδου τεταγμένον», Ευρ.)
νεοελλ.
1. ζωολ. όργανο που φέρουν ορισμένες μέδουσες στο σκιάδιο του σώματός τους και το οποίο με τη συστολή και διαστολή του προκαλεί εισροή και εκροή του νερού, χάρη στις οποίες μετακινείται το ζώο
2. φρ. «κράσπεδο πεζοδρομίου» — το ακραίο πέτρινο τμήμα του πεζοδρομίου προς την πλευρά του δρόμου
αρχ.
1. τα όρια μιας χώρας («σχεδὸν παρ' αὐτοῑς κρασπέδοις Εὐρωπίας», Ευρ.)
2. πάθηση της σταφυλής του λαιμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράσ-πεδον. Το α' συνθετικό συνδέεται με τις λ. κάρα, (τὸ), κράς, -κρατός (, ) «κεφάλι, κορυφή», ενώ β' είναι η λ. πέδον «πεδιάδα, έδαφος» (πρβλ. γή-πεδον, δά-πεδον), οπότε η αρχική σημ. της λ. θα ήταν «το ψηλότερο σημείο»].