λινουλκός

From LSJ
Revision as of 06:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνουλκός Medium diacritics: λινουλκός Low diacritics: λινουλκός Capitals: ΛΙΝΟΥΛΚΟΣ
Transliteration A: linoulkós Transliteration B: linoulkos Transliteration C: linoulkos Beta Code: linoulko/s

English (LSJ)

όν, (ἕλκω)

   A of spun flax, χλαῖνα Ion Trag. 40 (λινόκλως cj. Lobeck).

Greek (Liddell-Scott)

λῐνουλκός: -όν, (ἕλκω) ἐκ κεκλωσμένου λίνου κατεσκευασμένος, χλαῖνα Ἴων παρ᾿ Ἀθην. 451D· ἔνθα ὁ Λοβέκ. (Φρύνιχ. 612) προτείνει λινόκλως = λινόκλωστος.

Greek Monolingual

λινουλκός, -όν (Α)
κατασκευασμένος από κλωσμένες ίνες λιναριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -ουλκός (< ἕλκω), πρβλ. εμβρυ-ουλκός, τοξ-ουλκός].