ακίνητος

From LSJ
Revision as of 06:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκίνητος, -ον) και ακούνητος, -ιστός
αυτός που δεν κινείται, ο ασάλευτος
«στάθηκε ακίνητος»
αρχ.
«ἄστρα ἀκίνητα», οι απλανείς αστέρες (Πολυδ.)
μσν.- νεοελλ.
ἀκίνητος ἑορτή
γιορτή η οποία γιορτάζεται πάντα σε σταθερή ημερομηνία
νεοελλ.
1. αυτός που δεν μπορεί να μετακινηθεί, που είναι αναπόσπαστος από το έδαφος
«βράχος ακίνητος», «ακίνητη περιουσία»
2. ο ισχυρός, εκείνος που δεν διατρέχει κίνδυνο παρακμής
3. εκείνος, τον οποίο δεν έχουν κουνήσει στην κούνια του
«ακούνιστο μωρό»
4. όποιος δεν έχει ξεκινήσει
«ακίνητο πλοίο»
5. όποιος δεν έχει μπει σε ζυγό (αποδίδεται σε βόδια)
αρχ.
1. αργός, νωθρός
«ἀκίνητοι φρένες» (για τους Βοιωτούς, Αριστοφ.)
2. εκείνος, τον οποίο δεν επιτρέπεται κανείς να μετακινήσει, ο αμετάβλητος
«ἀκίνητα νόμιμα» (Θουκ.)
«νόμους ἀκινήτους» (Αριστοτ.)
3. εκείνος, τον οποίο δεν επιτρέπεται κανείς να κινήσει, να αγγίξει, ο απαραβίαστος
«ἀκίνητος τάφος» (Ηρόδ.), «κινεῑν τὰ ἀκίνητα» (Ηρόδ.)
4. ο αμετάβλητος, ο σταθερός ή ο πείσμων (αποδίδεται σε πρόσωπα, Σοφ. Πλάτ.)
5. ο χέρσος, ο ακαλλιέργητος
«ἀκίνητος χώρα» (Πλούτ.)
6. αυτός που δεν μπορεί να αποχωριστεί κάποιον ή κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κινητὸς < κινῶ.
ΠΑΡ. ακινησία. αρχ. ἀκινητῶ
νεοελλ.
ἀκινητότητα.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. ακινητοποιώ].