αλκυόνα

From LSJ
Revision as of 06:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us

Source

Greek Monolingual

και αλκυόνη, η (Α ἁλκυών, -όνος)
κάθε πουλί της οικογένειας Alcedinidae (οικογένειας στην οποία ανήκει και το πουλί που είναι γνωστό στην Ελλάδα με την κοινή ονομασία ψαροφάγος)
αρχ.
μυθικό πτηνό που ταυτίστηκε με τον ψαροφάγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι άγνωστης προελεύσεως. Σύμφωνα με μύθο σχετικό με τη φωλιά της αλκυόνας, η λ. παλαιότερα παρετυμολογείτο ως σύνθετη από το ουσ. ἅλς «θάλασσα» (από όπου και ο δασυνόμενος τ. ἁλκυὼν) και τη μετοχή κύων του ρήματος κύω «κυοφορώ». Πρόκειται μάλλον για λέξη μεσογειακής προελεύσεως, δάνειο στην Ελληνική. Συγγενής μορφολογικά με την ελληνική λ. ἀλκυὼν είναι και η αντίστοιχη λατ. alcēdō. Παράγωγο της λ. είναι το συνώνυμο ουσιαστικό ἀλκυονίς, από όπου και το επίθ. ἀλκυονίδες (πρβλ. τη φρ. «ἀλκυονίδες ἡμέραι»). Από το όνομα του πτηνού ἀλκυὼν προήλθαν επίσης τα ανθρωπωνύμια Ἀλκυών, Ἀλκυόνη, Ἀλκυονεύς, γνωστά και από τη μυθολογία. Το ουσ. ἀλκυδὼν είναι μεταπλασμένος τ. της λ. αλκυὼν είτε αναλογικά προς άλλες ονομασίες πτηνών ή ζώων σε -δὼν (πρβλ. χελιδών, ἀηδὼν) είτε κατ' επίδραση του ουσ. ἀλγηδὼν «πόνος, οδύνη» (λόγω τών λυπητερών κρωγμών του πτηνού).
ΠΑΡ. αρχ. ἀλκυόνειος, ἀλκυονίς.