ἀμία
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
English (LSJ)
(A), ἡ, kind of
A tunny, which ascends rivers, perh. bonito, Sotad.Com.1.26, Archipp.20,Arist.HA506b13, Fr.308:—also ἀμίας, ου, ὁ, MatroConv.61:—gender indeterminate, Epich.59, cf.124, Arist. HA488a7, al.
ἀμία (B)· φυλακία, Hsch.
German (Pape)
[Seite 124] ἡ (Matr. bei Ath. IV, 135 c ἀμίας, ὁ), eine Art Thunfisch, Arist. H. A. 6, 17; Opp. H. 2, 154.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμία: ἡ, γόμφος, γομφάριον, κοινῶς «γουφάρι»· ὁ ἰχθὺς οὗτος ἔχει ὀδόντας ἰσχυρούς, καθὰ δὲ λέγει ὁ Ἀριστ., «καὶ τῶν ἰσχυροτέρων ἰχθύων περιγίνεται»· καταφρονεῖ δὲ καὶ αὐτῶν τῶν δελφίνων, ὡς λέγει ὁ Ὀππ. Ἁλ. Β, 554: καὶ ὁ τρώκτης δὲ ἦτο συνώνυμος τῇ ἀμίᾳ (Αἰλ. π. Ζ. Α. 5). «Ἀριστοτέλης τὰς ἀμίας περὶ Ἀλωπεκόννησον καὶ ἐν τῇ Βιστονίδι λίμνῃ γίνεσθαι λέγει μάλιστα» (περὶ Ζ. Ἱστ. Η΄, 13) Κορ. σημ. εἰς Ξενοκρ. σ. 76· ὡσαύτως ἀρσ. ἀμίας, ου, ὁ, κυανόχρως δ’ ἀμίας... μέγας Μάτρων παρ’ Ἀθην. 135F. - ἐν πολλοῖς χωρίοις τὸ γένος εἶναι ἀβέβαιον, Ἐπίχ. 30 Ahr., Ἄρχιππ. ἐν «Ἰχθύσι» 7, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 1, 24., 8. 2, 24, καὶ ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
sorte de thon, poisson.
Étymologie: DELG -.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): ἀμίας, -ου, ὁ Matro Conu.61
ict. un tipo de bonito, Palamys sarda CV, Epich.23, 71, Archipp.20, Matro l.c., Archestr.35.1, Arist.HA 488a6, 506b13, Fr.308, Sotad.Com.1.26, PCair.Zen.83.2 (III a.C.), Plin.HN 9.49, Plu.2.966a, Ael.NA 16.12, Opp.H.2.554, 3.144.
• Etimología: Existe una propuesta de relación c. egipcio mhit.
φυλάκια Hsch.
Greek Monolingual
ἀμία, η και ἀμίας, ο (Α)
είδος ψαριού, ίσως η παλαμίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Πιθ. να πρόκειται για λ. αιγυπτιακής προέλευσης, πρβλ. αιγυπτ. mehi, mhit (= ονομασία ψαριού)].