αναδένω

From LSJ
Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

ἀναδέω) ἀναδέω
1. ξανασυνδέω ή ενώνω τα δύο άκρα κομμένου νήματος
2. δένω κάτι προς τα επάνω, το υψώνω και το συγκρατώ δεμένο με ταινία, κλωστή κ.λπ.
3. Ναυτ. προσδένω πλοίο για ρυμούλκηση
4. δένω με μαγικό επίδεσμο
5. προσκολλώ μικρό ορφανό ερίφιο ή αρνί σε άλλη μητέρα για να θηλάσει.