ανανεώνω
καὶ τῇ ὧν λέγεις καὶ φθέγγῃ ἡρωικῇ ἀληθείᾳ ἀρκούμενος, εὐζωήσεις → and satisfied with heroic truth in every word and sound which you utter, you will live happy
Greek Monolingual
(Μ ἀνανεώνω) και ἀνανεῶ (-όω) (Α ἀνανεῶ) (Ν και ανανιώνω, Α ἀνανεοῡμαι, -όομαι)
κάνω κάτι πάλι νέο, του ξαναδίνω ισχύ, το επαναλαμβάνω εκ νέου
νεοελλ.
1. κάνω κάτι πάλι καινούργιο, το παρουσιάζω με βελτιωμένη μορφή, φρεσκάρω
2. αντικαθιστώ κάτι που πάλιωσε με καινούργιο, ανακαινίζω
3. αναδιοργανώνω, αναδιαρθρώνω
4. (για συμβάσεις, γραμμάτια κ.λπ.) παρατείνω τη διάρκεια, την προθεσμία
5. γίνομαι πάλι νέος, ξανανιώνω
αρχ.
ανακαλώ στη μνήμη μου, ξαναζωντανεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἀνανεοῦμαι < ἀνα- + νεοῦμαι του νεῶ «ανακαινίζω, αλλάζω». Ο τ. ἀνανεῶ μεταγενέστερος.
ΠΑΡ. ανανέωσις (-η), ανανεωτής μσν.-νεοελλ. ἀνανέωμα.