ἀναξέω

From LSJ
Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναξέω Medium diacritics: ἀναξέω Low diacritics: αναξέω Capitals: ΑΝΑΞΕΩ
Transliteration A: anaxéō Transliteration B: anaxeō Transliteration C: anakseo Beta Code: a)nace/w

English (LSJ)

   A hew smooth, polish, IG7.3073.123 (Lebad.); part. contr. ἀναξῶν ib.22.463.72:—Pass., λίθου ἀνεξεσμένου J.AJ13.6.6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναξέω: ξέω καλῶς, ξέων καθιστῶ λείαν τὴν ἐπιφάνειαν λίθου ἢ ξύλου, στιλβώνω, λίθου ἀνεξεσμένου Ἰωσὴπ. Ἀρ. Ἰ. 13. 6, 6. - ἀναξῶν = ἀναξέων, Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. Ἀττ. ΙΙ. 167, ϛ΄, 72.

Spanish (DGE)

• Morfología: [pres. part. contr. ἀναξῶν IG 22.463.72; perf. part. ἀνεξεσμένου I.AI 13.211]
alisar, pulir ἀναξέων τοὺς κανόνας IG 7.3073.123 (Lebadea), ἀναξῶν τοὺς ἁρμούς IG 22.l.c., μνημεῖον ... ἐκ λίθου ... ἀνεξεσμένου I.AI l.c.

Greek Monolingual

ἀναξέω) νεοελλ.
1. (για πληγές) ερεθίζω με ξύσιμο, ανοίγω πάλι το τραύμα
2. (για εχθρότητα, πάθος κ.λπ.) ανανεώνω, υποδαυλίζω, επαναφέρω σε οξύτητα
αρχ.
κάνω κάτι λείο ή στιλπνό, λειαίνω, στιλβώνω, γυαλίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + ξέω «ξύνω, ερεθίζω».
ΠΑΡ. νεοελλ. ανάξεση].