ανταποδίδω

From LSJ
Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

κ. -δίνω κ. -δώνω (AM ἀνταποδίδωμι, Μ κ. -δίνω)
1. αποδίδω σε κάποιον το καλό ή το κακό που μου έκανε
2. (για τον θεό) παρέχω ανταμοιβή ή τιμωρώ
αρχ.-μσν.
πληρώνω χρέος
αρχ.
1. επιστρέφω κάτι
2. εκδικούμαι
3. αντισταθμίζω κάτι με κάτι άλλο
4. δίνω απάντηση, αποκρίνομαι
5. ανταποκρίνομαι, συμφωνώ
6. εξηγώ, ερμηνεύω
7. αντηχώ, αντιλαλώ
8. μεταβιβάζω προς τα πίσω (πολεμικό σύνθημα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι)- + αποδίδωμι.
ΠΑΡ. ανταπόδοση (-ις)
αρχ.
ανταπόδομα, ανταποδότης].