απαντώ

From LSJ
Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434

Greek Monolingual

(AM ἀπαντῶ -άω) αντάω
1. συναντώ
2. δίνω απάντηση, αποκρίνομαι
αρχ.-μσν.
1. αντιμετωπίζω, αποκρούω (σε μάχη)
2. αντιμετωπίζω, αντικρούω κάποιον (σε δικαστήριο)
αρχ.
1. φθάνω σ' έναν τόπο
2. παρουσιάζομαι ένοπλος, μετέχω σε συγκέντρωση οπλισμένων
3. συναντώ, αντιμετωπίζω κάτι («ἀπαντῶ αἰκίαις καὶ θανάτοις» βάσανα και θανάτους)
4. συμμετέχω, παίρνω μέρος σε κάτι («ἀπαντῶ εἰς τὸν ἀγῶνα»)
5. αναζητώ, ψάχνω να βρω κάτι («ἀπαντῶ πρὸς τὴν τροφήν»)
6. απρόσ. συμβαίνει, καταλήγει να...