απαρτίζω
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
Greek Monolingual
(Α ἀπαρτίζω) απαρτί
νεοελλ.
συγκροτώ, συναποτελώ, καταρτίζω
αρχ.
1. κάνω κάτι άρτιο, κανονικό
2. ετοιμάζω, συμπληρώνω, αποτελειώνω
3. (παθ. μτχ.) απηρτισμένος
τέλειος, πλήρης
4. (αμτβ.) α) είμαι πλήρης, τέλειος
β) είμαι κατάλληλος, ταιριάζω, αρμόζω ακριβώς.