αποδιδράσκω Search Google

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source

Greek Monolingual

(AM ἀποδιδράσκω)
(νεοελλ., άχρηστος ο ενεστ. κ. ο πρτ.) δραπετεύω
αρχ.
1. φεύγω μακριά τρέχοντας, διαφεύγω
2. αποφεύγω κάποιον ή κάτι
3. λιποτακτώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + διδράσκω
σπάνια χρησιμοποιείται ως απλό
οι ρηματικοί του τύποι συνήθως σύνθετοι με την πρόθ. από].