αποκαλύπτω
From LSJ
πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει καὶ δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἂν ἐμβαίης → all things move and nothing remains still, and you cannot step twice into the same stream
Greek Monolingual
(AM ἀποκαλύπτω)
1. αφαιρώ το κάλυμμα, ξεσκεπάζω
2. φανερώνω, παρουσιάζω
3. εκμυστηρεύομαι σε κάποιον κάτι
νεοελλ.
Ι. φέρνω στην επιφάνεια, βγάζω στη φόρα II. (-ομαι)
1. βγάζω το καπέλο μου
2. φρ. «αποκαλύπτομαι μπροστά σε κάποιον» — σέβομαι κάποιον, τον νομίζω καλύτερο μου, τον θεωρώ αυθεντία
αρχ.-μσν.
απρόσ. ἀποκαλύπτεται
γίνεται σε κάποιον θεία αποκάλυψη
(μσν., -ομαι) (για την Παναγία και τους αγίους) εμφανίζομαι και συνιστώ σε κάποιον να κάνει κάτι.