άρση

From LSJ
Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source

Greek Monolingual

η (AM ἄρσις, -εως) αίρω
1. το σήκωμα, η ανύψωση
2. (μετρ.-μουσ.) το αντίθετο της θέσης, η ανύψωση του ποδιού, του χεριού ή του τόνου
αρχ.
1. η ανύψωση, η ανέγερση
2. αυτό που σηκώνει κάποιος, το φορτίο
3. η αφαίρεση, η φθορά, η καταστροφή
4. η άρνηση, η αντίθεση
5. η μετακίνηση, η απομάκρυνση.