άρση
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
Greek Monolingual
η (AM ἄρσις, -εως) αίρω
1. το σήκωμα, η ανύψωση
2. (μετρ.-μουσ.) το αντίθετο της θέσης, η ανύψωση του ποδιού, του χεριού ή του τόνου
αρχ.
1. η ανύψωση, η ανέγερση
2. αυτό που σηκώνει κάποιος, το φορτίο
3. η αφαίρεση, η φθορά, η καταστροφή
4. η άρνηση, η αντίθεση
5. η μετακίνηση, η απομάκρυνση.