βαλλητύς

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαλλητύς Medium diacritics: βαλλητύς Low diacritics: βαλλητύς Capitals: ΒΑΛΛΗΤΥΣ
Transliteration A: ballētýs Transliteration B: ballētys Transliteration C: vallitys Beta Code: ballhtu/s

English (LSJ)

ύος, ἡ,

   A throwing, Ath.9.406d, 407c; festival of Demeter at Athens with a sham fight, Hsch.

German (Pape)

[Seite 429] ύος, ἡ, ion., das Werfen, λιθίνη, mit Steinen, Ath. IX, 406 d.

Greek (Liddell-Scott)

βαλλητύς: -ύος, ἡ, βολή, ῥίψιμον, λιθίνη β., = λίθων βολή, Ἀθήν. 406D, 407C.

Spanish (DGE)

-ύος, ἡ
tirada λιθίνη β. pedrea ritual en una fiesta ateniense y eleusina de Deméter, Ath.406d, 407c
como n. pr. ref. a la fiesta πανήγυρις ... καλουμένη Β. una fiesta llamada la Pedrea Ath.406d, en honor de Demofonte, hijo de Céleo, Hsch.

Greek Monolingual

βαλλητύς, η (Α)
1. η βολή
2. γιορτή της Δήμητρας στην Ελευσίνα με λιθοβολισμό μεταξύ των νέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία ο όρος βαλλητύς είναι δάνειο που συνδέεται παρετυμολογικά με το βάλλω λόγω της μορφής του θέματός του βαλλη- (πρβλ. βαλλήσω, μέλλ. του βάλλω), είναι αβέβαιη. Για το επίθημα -τύς πρβλ. αγορητύς, ακοντιστύς, αλαωτύς, δωμητύς, κιθαριστύς, ορχηστύς κ.ά.].