διπλωματικός

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςlife is not worth living if you do not have at least one friend

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διπλωματία ή στους διπλωμάτες («διπλωματικές σχέσεις», «διπλωματική ασυλία», «διπλωματικό σώμα»)
2. αυτός που ενεργεί με πονηριά ή επιδεξιότητα, πανούργος, ανειλικρινής
3. φρ. «διπλωματική έκδοση (παπύρων και χειρογράφων)» — πανομοιότυπη έκδοση κειμένου που έχει γραφεί σε πάπυρο ή μεσαιωνικό χειρόγραφο με τη χρησιμοποίηση διεθνώς καθιερωμένων παλαιογραφικών συμβόλων
4. το θηλ. ως ουσ. η διπλωματική
κλάδος της παλαιογραφίας που ασχολείται με την ανάγνωση, μελέτη και ερμηνεία εγγράφων (και όχι λογοτεχνικών ή επιστημονικών κειμένων) που έχουν διασωθεί σε παπύρους και χειρόγραφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. diplomatique. Η λ. μαρτυρείται από το 1814 στον Νεόφυτο Δούκα].