εμβαίνω
From LSJ
Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
Greek Monolingual
(AM ἐμβαίνω)
μπαίνω, προχωρώ μέσα, εισέρχομαι
αρχ.
1. εμποδίζω, παρεμβαίνω
2. προχωρώ γρήγορα
3. επιβιβάζομαι σε πλοίο
4. ανεβαίνω πάνω σε κάτι
5. πατώ πάνω σε κάτι
6. επηρεάζω δυσμενώς («δαίμων ἐνέβη Περσῶν γενεᾷ», Αισχ.)
7. πατώ ακροποδητί
8. ασχολούμαι
9. περιπλέκομαι, ανακατεύομαι χωρίς τη θέληση μου
10. περιέρχομαι στην εξουσία κάποιου
11. πατώ, βάζω το πόδι μου
12. επιδίδομαι σε κάτι
13. είμαι στερεωμένος, δεμένος
14. εισάγω
15. εμβατεύω
16. εκτελώ ρυθμικούς βηματισμούς, χορεύω.