ἐξαναφανδόν
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
English (LSJ)
Adv.
A openly, ἐρέω δέ τοι ἐ. Od.20.48.
German (Pape)
[Seite 868] ganz offenbar, Od. 20, 48.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαναφανδόν: ἐπίρρ. = ἀναφανδόν, «ὁλοφάνερα», ἐρέω δέ τοι ἐξαναφανδὸν Ὀδ. Υ. 48.
French (Bailly abrégé)
adv.
au grand jour, ouvertement.
Étymologie: ἐξαναφαίνω, -δον.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
adv. abiertamente, a las claras ἐρέω δέ τοι ἐ. Od.20.48.
Greek Monolingual
ἐξαναφανδόν (Α) εξαναφαίνω
επίρρ. ολοφάνερα, εντελώς φανερά («ἐρέω δέ τοι ἐξαναφανδόν», Ομ. Οδ.).