ἐξεπᾴδω
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
A charm away, Pl.Phd.77e, Plu.2.384a:—Pass., ἐξεπᾴδεσθαι φύσιν to be charmed out of their nature, S.OC1194.
German (Pape)
[Seite 877] durch Zaubergesänge beschwichtigen, heilen, Plat. Phaed. 77 e. – Pass., sich beschwichtigen lassen, Soph. O. C. 1194.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξεπᾴδω: μέλλ. -ᾴσομαι, καταπραΰνω δι’ ἐπῳδῶν, Πλάτ. Φαίδων 77Ε, Πλούτ. 2. 384Α: ― Παθ., ἀλλὰ νουθετούμενοι φίλων ἐπῳδαῖς ἐξεπᾴδονται φύσιν, καταπραΰνεται διὰ φιλικῶν νουθεσιῶν ἐν εἴδει ἐπῳδῆς γινομένων ἡ ἐν ὀργῇ διατελοῦσα ψυχικὴ αὐτῶν διάθεσις, Σοφ. Ο. Κ. 1194.
French (Bailly abrégé)
apaiser par des enchantements, charmer ; Pass. se laisser calmer par des enchantements.
Étymologie: ἐξ, ἐπᾴδω.
Greek Monolingual
ἐξεπᾴδω (Α)
καταπραΰνω με επωδούς
(«χρή... ἐπᾴδειν αὐτῷ ἑκάστης ἡμέρας, ἕως ἄν ἐξεπᾴσετε», Πλάτ.).