επίθεση

From LSJ
Revision as of 07:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

Greek Monolingual

η (AM ἐπίθεσις) ἐπιτίθημι
1. έφοδος, εφόρμηση («ἡ Περςῶν ἐπίθεσις τοῖς Ἕλλησιν», Πλάτ.)
2. τοποθέτηση επάνω σε κάτιεπίθεση σφραγίδας», «διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τῶν Ἀποστόλων δίδοται το Πνεῡμα τὸ Ἅγιον», ΚΔ)
νεοελλ.
1. μτφ. πιεστική προσπάθεια για σύναψη ερωτικών σχέσεων
2. γραπτή ή προφορική κατακραυγή εναντίον κάποιου
αρχ.
1. τοποθέτηση πάνω σε βάθρο
2. πρόσθεση, προσθήκη
3. εφαρμογή
4. επιβολή πρόσθετων βαρών
5. απόπειρα («τῶν δ’ ἐπιθέσεων αἱ μὲν ἐπὶ τὸ σῶμα γίγνονται τῶν ἀρχόντων, αἱ δ’ ἐπὶ τὴν ἀρχήν», Αριστοτ.)
7. (για αρρώστια) βαρύτερη προσβολή
8. (με γεν.) απόπειρα για απόκτηση ενός πράγματος («πρὸς τὴν ἐπίθεσιν τῆς τυραννίδος εὐθέτως διακειμένους», Διόδ. Σικ.)
9. απάτη, δόλος
10. μικρή κάλπις πάνω σε σορό.