ευταξία

Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐταξία) εύτακτος
1. η καλή τάξη, η τακτοποίηση
2. η τήρηση της τάξεως, η πειθαρχία
3. σεμνότητα, φρονιμάδα
αρχ.
1. η καλή κατάσταση
2. (για πόλεις) η ευνομία
3. η μετριότητα στη διατροφή
4. εγκράτεια, αγνότητα
5. (στη φιλοσ. τών Στωικών) η έξη του να πράττει και να λέει κάποιος καθετί που αρμόζει σε τόπο και σε χρόνο.