ηγεμονεύω
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
Greek Monolingual
(AM ἡγεμονεύω, Α δωρ. τ. ἁγεμονεύω)
1. είμαι ηγεμόνας, κυβερνήτης, έχω ηγεμονική εξουσία, βασιλεύω, κυβερνώ («ἡγεμονεύειν ἐν πόλει», Πλατ.)
2. μτφ. έχω τα σκήπτρα, κατέχω την πρώτη θέση, κυριαρχώ, δεσπόζω, πρυτανεύω
3. παθ. ηγεμονεύομαι
κυβερνώμαι από κάποιον
αρχ.
1. είμαι οδηγός, οδηγώ, προπορεύομαι («προτὶ Ἴλιον ἡγεμονεύειν», Ομ. Ιλ.)
2. διοικώ στρατό στον πόλεμο, είμαι στρατηγός στον πόλεμο («Τρωσί μὲν ἡγεμόνευε... Ἔκτωρ», Ομ. Ιλ.)
3. έχω την αρχηγία
4. διευθύνω συζήτηση ή σύσκεψη («ἡγεμονεύειν τῆς σκέψεως», Πλάτ.)
5. φρ. α) «ὁδόν ἡγεμονεύω» — προπορεύομαι
β) «ὕδατι ῥόον ἡγεμονεύω» — διευθύνω τη ροή του νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηγεμών, κατά το βασιλεύω κ.ά.].