ἠεροφοῖτις

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίωςdeath is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠεροφοῖτις Medium diacritics: ἠεροφοῖτις Low diacritics: ηεροφοίτις Capitals: ΗΕΡΟΦΟΙΤΙΣ
Transliteration A: ēerophoîtis Transliteration B: ēerophoitis Transliteration C: ierofoitis Beta Code: h)erofoi=tis

English (LSJ)

ιδος, ἡ,

   A walking in darkness, coming unseen, Ἐρινύς Il.9.571, 19.87.    II air-traversing, of the moon, Orph.H.9.2; μέλισσα Ps.Phoc.171.

Greek (Liddell-Scott)

ἠεροφοῖτις: -ιδος, ἡ, (φοιτάω) ἡ διερχομένη διὰ τοῦ σκότους, ἐρχομένη ἀφανής, ἀόρατος, ἡεροφ. Ἐρινὺς Ἰλ. Ι. 571, Τ. 87· ἐπὶ τῆς σελήνης, Ὀρφ. Ὕμν. 8. 2.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ἡ) :
1 qui habite les ténèbres;
2 qui traverse les airs.
Étymologie: ἀήρ, φοιτάω.

English (Autenrieth)

(φοιτάω): walking in darkness; Ἐρῖνύς, Il. 9.571. (Il.)

Greek Monolingual

ἠεροφοῑτις, -οίτιδος, ἡ (Α)
1. αυτή που περπατά στο σκοτάδι αθέατη («ἠεροφοῑτις Έρινύς», Ομ. Ιλ.)
2. (για τη σελήνη) αυτή που διαπερνά, που διασχίζει τον αέρα
3. αυτή που κινείται στον αέρα, που πετά στον αέρα («ἠεροφοῑτις μέλισσα», Ψ. Φωκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο-, ιων. τ. του αερο- (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + -φοίτις, θηλ. του -φοίτης < φοιτώ ή, κατ' άλλη άποψη, < αμάρτυρο φοίτᾱ (πρβλ. α-κοίτης < κοίτη)].