ήττων
Greek Monolingual
-ον (AM ἥττων, αρχαιότ. αττ. τ. ἥσσων, -ον, ιων. τ. ἕσσων, -ον)
(συγκρ. του κακός και μικρός)
1. μικρότερος, λιγότερος
2. υποδεέστερος, υπολειπόμενος, κατώτερος, παρακατιανός («ούδενὸς ἥττων γνῶναι» — κανενός κατώτερος στο να κρίνει, Θουκ.)
3. (το ουδ. ως επίρρ.) ἥττον και ἥσσον
λιγότερο, σε κατώτερη μοίρα
4. φρ. α) «οὐχ ἧττον» ή «οὐχ ἧττον ὅμως» — παρά ταύτα, όχι λιγότερο όμως, εν τούτοις όμως, επίσης, εξίσου
β) «κατὰ τὸ μᾱλλον καὶ ἧττον» — λίγο πολύ, οπωσδήποτε, περίπου, κάπως
αρχ.
1. μτφ. αυτός που ενδίδει, που υποχωρεί σε κάτι, που γίνεται δούλος, που αδυνατεί να αντισταθεί («ἥττων τοῡ τῆσδ' ἔρωτος», «ἥττων τῶν αἰσχρῶν», «ὀργῆς», «χρημάτων» κ.λπ.)
2. αυτός που εξαντλείται, που καταβάλλεται από κάτι
3. (για πράγματα) αυτός που έχει λιγότερη, μικρότερη αξία («τὸν ἥττω λόγον κρείττω ποιῶν» — κάνοντας το αδύναμο επιχείρημα ισχυρό και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, εμφανίζοντας το άδικο ως δίκαιο, Πλάτ.)
4. ο ηττημένος στον πόλεμο («ἥσσους γενέσθαι», Θουκ.)
5. στον πληθ. οἱ ἥσσονες
οι ασθενέστεροι, το πιο αδύνατο μέρος
6. φρ. «τὰ τῶν ἡττόνων» — η περιουσία τών ηττηθέντων (Ξεν.)
7. φρ. «οἱ ἥττους λόγοι» — τα λιγότερο ισχυρά επιχειρήματα
8. φρ. «το μᾱλλον και ἧττον «
σχήμα συλλογισμού, που σήμερα ονομάζεται κατά ισχυρότερο λόγο (a fortiore) (Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ήκα].