θερμόαιμος
From LSJ
πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom
Greek Monolingual
-η, -ο
1. ζωηρός
2. ευέξαπτος, ευερέθιστος
3. ζωολ. λανθασμένος όρος που αναφέρεται σε ζώα τα οποία, ανεξάρτητα από τις μεταβολές του εξωτερικού περιβάλλοντος, διατηρούν σταθερή τη θερμοκρασία του σώματος τους, αντί του ορθού ομοιόθερμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)- + -αιμος < αίμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Γ. Ιωαννίδη].