ἱστοδόκη

From LSJ
Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

οἰκτίστῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι → it was fated that you would be taken by the most miserable death, it has been decreed that thou shouldst be cut off by a most piteous death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱστοδόκη Medium diacritics: ἱστοδόκη Low diacritics: ιστοδόκη Capitals: ΙΣΤΟΔΟΚΗ
Transliteration A: histodókē Transliteration B: histodokē Transliteration C: istodoki Beta Code: i(stodo/kh

English (LSJ)

ἡ,

   A mast-holder, a piece of wood standing up from the stern, on which the mast rested when let down, Il.1.434; glossed by ἱστο-θήκη, Sch.D adloc., EM478.30.

German (Pape)

[Seite 1271] ἡ, Behälter für den Mastbaum, das Lager, in welches der Mastbaum hineingelegt wird, wenn er heruntergelassen ist, ἱστὸν δ' ἱστοδόκῃ πέλασαν προτόνοισιν ὑφέντες Il. 1, 434.

Greek (Liddell-Scott)

ἱστοδόκη: ἡ, ξύλον ἐξέχον κατὰ τὴν πρύμναν, ἐφ’ οὗ κατεβιβάζετο καὶ ἐστηρίζετο ὁ ἱστός, ἱστόν δὲ ἱστοδόκῃ πέλασαν προπόνοισιν ὑφέντες Ἰλ. Α. 434· ἴδε Σχολ., ὅστις ἑρμηνεύει διὸ τοῦ ἱστοθήκη.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
chevalet sur lequel on renverse le mât d’un vaisseau.
Étymologie: ἱστός, δέχομαι.

English (Autenrieth)

(δέχομαι): mast-receiver, mast-crutch, a saw-horse shaped support on the after-deck to receive the mast when lowered, Il. 1.434†. (Plate IV.)

Greek Monolingual

η (Α ἱστοδόκη)
διχαλωτή υποδοχή στην πρύμνη του πλοίου πάνω στην οποία καταβιβάζεται και στηρίζεται ο ιστός
νεοελλ.
η ιστοπέδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + -δόκη (< δέχομαι), πρβλ. δουρο-δόκη κυμο-δόκη].