κατακρατώ

From LSJ
Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men

Source

Greek Monolingual

(AM κατακρατῶ, -έω)
νεοελλ.
κρατώ κάποιον δια της βίας και παρά τον νόμο ή έχω κάτι υπό την κατοχή μου χωρίς να έχω το δικαίωμα
μσν.
1. καταβάλλω, νικώ
2. κρατώ κάτι στα χέρια μου για πολλή ώρα
3. συγκρατώ, εμποδίζω
4. κρατώ κάτι στη μνήμη μου, θυμάμαι
(μσν.-αρχ.)
1. αποκτώ εξουσία σε κάτι, εξουσιάζω («ἀμάχους ῥώμας κατακρατεῑν», Φίλ.)
2. υπερισχύω, επικρατώ («ὁ Πηνειὸς τῷ οὐνόματι κατακρατέων ἀνωνύμους τοὺς ἄλλους ποιέει εἶναι», Ηρόδ.)
3. είμαι κύριος κάποιου, κάνω κάποιον πειθήνιο όργανο («κατακρατεῑν ἀνδρὸς εἴωθεν γυνή», Θεόφρ.)
4. χωνεύω («τὰς τῶν σίτων τροφὰς καὶ ποτῶν κατακρατοῡντα», Πλάτ.)
5. αποκτώ ικανότητα σε κάτι, μαθαίνω κάτι καλά «κατακρατεῑν τῆς Ἑλληνικῆς διαλέκτου», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κρατῶ «είμαι κύριος, επικρατώ» (< κράτος «δύναμη, εξουσία»)].