καταστρώνω

From LSJ
Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478

Greek Monolingual

(AM καταστρώννυμι, Μ και καταστρωννύω, Α και καταστρωννύω)
1. στρώνω κάτω, απλώνω κάτι στο έδαφος
2. καλύπτω, επικαλύπτω («τὸ πεδίον ἅπαν νεκρῶν κατεστρώθη», Διόδ. Σικ.)
νεοελλ.
μτφ. (σχετικά με σχέδια, προγράμματα κ.λπ.) συντάσσω, καταρτίζω, προμελετώ, προετοιμάζω
μσν.
κατατάσσω, διευθετώ
μσν.-αρχ.
παθ. καταστρώννυμαι
(για φυτά) εξαπλώνομαι, απλώνω, εκτείνομαι
αρχ.
1. ρίχνω κάτω, ξαπλώνω καταγής
2. καταβάλλω, σκοτώνω («δάμαρτα καὶ παῑδ' ἑνὶ κατέστρωσεν βέλει», Ευρ.).