μάσσων
Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst
English (LSJ)
ὁ and ἡ, neut. μάσσον (v. Hdn.Gr.2.942), gen. μάσσονος, poet. Comp. of μακρός (from μᾰκ-yων),
A longer, ἔτι μ. Od.8.203; μάσσον' ἢ ὡς ἰδέμεν greater than one else could see, Pi.O.13.113; μάσσον' ἀριθμοῦ too many for counting, Id.N.2.23; τὰ μάσσώ μὲν τί δεῖ λέγειν; A.Ag.598, cf. Pers.440; ὁ μ. βίοτος ib.708 (troch.); [ἔλαφοι] μάσσονες ἢ ταῦροι Call.Dian.102: c. acc. cogn., μῆκος μάσσων Nic. Th. 224: in Prose, μ. ὁδός X.Cyr.2.4.27; μάσσω δρόμον (prob.) Id.Lac. 12.5. Adv., μάσσον ὡς ἐμοὶ γλυκύ (nisi leg. μάσσον' ὧν) A.Pr.629.
German (Pape)
[Seite 98] μᾶσσον, od. nach Draco p. 52, 24 μάσσον, unregelmäßiger compar. zu μακρός, = μακρότερος, länger; Od. 8, 203; Aesch. Pers. 444; Xen. bei Suid. Es steht für μακίων, von μᾶκος = μῆκος, wie ἐλάσσων für ἐλαχίων, θάσσων für ταχίων u. ä.
Greek (Liddell-Scott)
μάσσων: ὁ καὶ ἡ, οὐδ. μᾶσσον, γεν. μάσσονος, ἀνώμαλον ποιητ. συγκρ. τοῦ μακρός, ἀντὶ μακρότερος, Ὀδ. Θ. 203· καὶ πᾶσαν κατὰ Ἑλλάδ’ εὑρήσεις ἐρευνῶν μάσσον’ ἢ ὡς ἰδέμεν, «καὶ πᾶσαν τὴν Ἑλλάδα ἐπιπορευόμενος εὑρήσεις μείζονα ἔργα πεποιηκότα ἢ ὡς δύνασαι ἰδεῖν» (Σχολ.), Πινδ. Ο. 13. 162· μάσσον’ ἀριθμοῦ, μείζονα ἢ ἀριθμεῖσθαι, δηλ. ὑπερβαίνουσι πάντα ἀριθμόν, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 2. 35· τὰ μάσσω μὲν τί δεῖ λέγειν; Αἰσχύλ. Ἀγ. 598, πρβλ. Πέρσ. 440· ὁ μ. βίοτος αὐτόθι 708. Ἐπίρρ., μασσόνως ἢ ’μοὶ γλυκὺ (κατὰ τὸν Elmsl. ἀντὶ μᾶσσον ὡς ἐμοὶ) ὁ αὐτ. ἐν Προμ. 629. - Πρβλ. μειζόνως, (τὸ μάσσων φαίνεται τύπος ἰσοδύναμος τῷ μείζων, ἴδε ἐν λέξ. μέγας· ἴδε ὡσαύτως μασι-, καὶ πρβλ. ἐλάσσων, βράσσων.)
French (Bailly abrégé)
1ων, ον ; gén. ονος;
plus long, plus grand.
Étymologie: Cp. de μακρός.
2part. prés. de μάσσω.
English (Slater)
μάσσων
1 more, greater in quantity. εὑρήσεις ἐρευνῶν μάσσον' ἢ ὡς ἰδέμεν (byz.: μᾶσσον codd.: sc. ἃ ἐκράτησε) (O. 13.113) c. gen., τὰ δ' οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ pr. (N. 2.23) ζώει δὲ μάσσων ὄλβος ὀπιζομένων pr. (I. 3.5)
Greek Monolingual
μάσσων, ὁ, ή, ουδ. μᾱσσον (Α)
(ανώμαλ. ποιητ. συγκριτ. του μακρός) μακρότερος, μεγαλύτερος («ἐὰν μὴ πολὺ μάσσων ἡ ὁδὸς ᾖ», Ξεν.).
επίρρ...
μᾱσσον (Α)
περισσότερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μάσσων (< μακ-jων) είναι ανώμαλος συγκριτικός του επιθ. μακρός, αναλογικός προς τα συγκριτικά θάσσων, ἐλάσσων.