μηδικός
οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ μηδικός, -ή, -ον, θηλ. και μηδίκη) Μήδος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Μήδους (α. «μηδική ἐσθής» — μεταξωτά ενδύματα
β. «μηδ' εἰ στράτευμα πλεῑον ἦ τὸ Μηδικόν», Αισχύλ.)
2. το θηλ. ως ουσ. η μηδική
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων ποωδών φυτών της οικογένειας ψυχανθή, κατά τη σημερινή ταξινόμηση, με 50 περίπου είδη, που συνήθως μοιάζουν με το τριφύλλι και από τα οποία ορισμένα είναι άριστα νομευτικά φυτά, όπως το είδος Μedicago sativa, η κοινή ή ήμερη μηδική, γνωστή και ως ήμερο τριφύλλι ή, απλώς, τριφύλλι, το σημαντικότερο χορτοδοτικό φυτό που καλλιεργείται σε όλες τις εύκρατες και υποτροπικές περιοχές και που είχε διαδοθεί στην Ελλάδα κατά τους Μηδικούς πολέμους
3. (το ουδ. ως κύριο όν.) τα Μηδικά
η περίοδος τών περσικών πολέμων
4. φρ. «Μηδικοί πόλεμοι» — οι μεταξύ τών Περσών και τών Ελλήνων πόλεμοι, αλλ. Περσικοί πόλεμοι
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. το φυτό ελένιο
2. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Μηδικόν
πιθ. τάφος κατασκευασμένος κατά τον περσικό τρόπο
3. φρ. α) «Μηδική πόα» — το φυτό μηδική
β) «μῆλον Μηδικόν» — το πορτοκάλι ή το λεμόνι
γ) «Μηδική μηλέα» — η λεμονιά
δ) «ὀπὸς Μηδικός» — ο οπός του σιλφίου.
επίρρ...
μηδικώς
κατά τον τρόπο και τις συνήθειες τών Μήδων.