μηδικός
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ μηδικός, -ή, -ον, θηλ. και μηδίκη) Μήδος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Μήδους (α. «μηδική ἐσθής» — μεταξωτά ενδύματα
β. «μηδ' εἰ στράτευμα πλεῖον ἦ τὸ Μηδικόν», Αισχύλ.)
2. το θηλ. ως ουσ. η μηδική
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων ποωδών φυτών της οικογένειας ψυχανθή, κατά τη σημερινή ταξινόμηση, με 50 περίπου είδη, που συνήθως μοιάζουν με το τριφύλλι και από τα οποία ορισμένα είναι άριστα νομευτικά φυτά, όπως το είδος Μedicago sativa, η κοινή ή ήμερη μηδική, γνωστή και ως ήμερο τριφύλλι ή, απλώς, τριφύλλι, το σημαντικότερο χορτοδοτικό φυτό που καλλιεργείται σε όλες τις εύκρατες και υποτροπικές περιοχές και που είχε διαδοθεί στην Ελλάδα κατά τους Μηδικούς πολέμους
3. (το ουδ. ως κύριο όν.) τα Μηδικά
η περίοδος τών περσικών πολέμων
4. φρ. «Μηδικοί πόλεμοι» — οι μεταξύ τών Περσών και τών Ελλήνων πόλεμοι, αλλ. Περσικοί πόλεμοι
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. το φυτό ελένιο
2. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Μηδικόν
πιθ. τάφος κατασκευασμένος κατά τον περσικό τρόπο
3. φρ. α) «Μηδική πόα» — το φυτό μηδική
β) «μῆλον Μηδικόν» — το πορτοκάλι ή το λεμόνι
γ) «Μηδική μηλέα» — η λεμονιά
δ) «ὀπὸς Μηδικός» — ο οπός του σιλφίου.
επίρρ...
μηδικώς
κατά τον τρόπο και τις συνήθειες τών Μήδων.
Greek Monotonic
μηδικός: -ή, -όν (Μῆδος), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Μήδους, μηδικός·
I. τὰ Μηδικά (ενν. πράγματα), ο πόλεμος με τους Μήδους, οι Μηδικοί Πόλεμοι, το όνομα που δόθηκε στον μεγάλο πόλεμο με τους Πέρσες, σε Θουκ.· ὁ Μηδικὸς πόλεμος, στον ίδ.·
II. Μηδικὴ πόα, το μηδικό, είδος τριφυλλιού, σε Αριστοφ.