μονίας

From LSJ
Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶςholy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονίας Medium diacritics: μονίας Low diacritics: μονίας Capitals: ΜΟΝΙΑΣ
Transliteration A: monías Transliteration B: monias Transliteration C: monias Beta Code: moni/as

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A solitary, Ael.NA1.46, 7.47; βίος Eust.1409.61.

German (Pape)

[Seite 202] ὁ, einsam; Ael. H. A. 15, 3; βίος, Ar. bei Eust. 1409, 61.

Greek (Liddell-Scott)

μονίας: -ου, ὁ, ὁ ζῶν μόνος, ὁ μὴ συναγελαζόμενος, ἐπὶ ἰχθύων, οἱ συνόδοντος οὐκ εἰσὶ μονίαι Αἰλ. π. Ζ. 1. 46., 7. 47· βίος μονίας, μονήρης, Εὐστ. 1409. 61.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
solitaire, vieux sanglier, animal.
Étymologie: μόνος.
Syn. κάπρος, μονιός, σῦς, ὗς².

Greek Monolingual

μονίας, ὁ (ΑΜ)
μσν.
αυτός που διάγει μοναχικό βίο, μονήρης, μοναχικός
αρχ.
1. ονομασία του μήνα Ιανουαρίου
2. (για ψάρια) αυτός που δεν συναγελάζεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόνος + κατάλ. -ίας].