μπάντα

From LSJ
Revision as of 11:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομαhave the name of virtue always on one's tongue

Source

Greek Monolingual

και πάντα και μπάτα, η (Μ μπάντα και πάντα και μπάτα)
1. πλευρό, πλάι
2. η πλευρά του πλοίου
νεοελλ.
1. απόμερη θέση, απόμακρο σημείο, άκρη («στάθηκα στην μπάντα για να μην καταλάβουν ότι τους ακούω να καβγαδίζουν»)
2. χειροποίητος τάπητας ή εργόχειρο που κρέμεται στον τοίχο κοντά στο κρεβάτι
3. σπείρα κακοποιών, συμμορία
4. ορχήστρα που αποτελείται από χάλκινα πνευστά όργανα («την Κυριακή θ' ακούσουμε τη μπάντα», Καρυωτ.)
5. έγχρωμη ταινία στρατιωτικών στολών στις εξωτερικές ραφές της περισκελίδας
6. πλοήγηση πλοίου με τον αέρα στο πλάι, πλαγιοδρομία
7. φρ. α) «κάνε στην μπάντα» — παραμέρισε
β) «κάτσε στην μπάντα» — μην αναμιγνύεσαι σε μια υπόθεση
μσν.
1. διεύθυνση, κατεύθυνση
2. το σανίδωμα που αποτελεί την εσωτερική επένδυση του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. banda < αρχ. γερμ. bant].