ξεπετώ

From LSJ
Revision as of 11:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)

Source

Greek Monolingual

-άω
1. (για πτηνό) αρχίζω να πετώ
2. αναγκάζω πτηνό να πετάξει
3. (για γονέα, ιδίως για μητέρα) φέρνω το βρέφος σε παιδική ή νεανική ηλικία, μεγαλώνω
4. τελειώνω μια εργασία γρήγορα, διεκπεραιώνω σε σύντομο διάστημα («ξεπέταξα τις δουλειές του σπιτιού μέσα σε τρεις ώρες»)
5. προσφέρω γρήγορη σεξουαλική ικανοποίηση
6. μέσ. ξεπετάγομαι και ξεπετάζομαι και ξεπετιέμαι
α) πετώ ξαφνικά προς τα επάνω
β) εμφανίζομαι ξαφνικά μπροστά σε κάποιον
γ) ενηλικιώνομαι, ωριμάζω απότομα
δ) διακόπτω μια συζήτηση παρεμβαίνοντας με αυθάδεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-πετάννυμι (αόρ. ἐξ-επέτασα), βλ. και λ. ξ(ε)-].