ξεπετώ
From LSJ
Greek Monolingual
-άω
1. (για πτηνό) αρχίζω να πετώ
2. αναγκάζω πτηνό να πετάξει
3. (για γονέα, ιδίως για μητέρα) φέρνω το βρέφος σε παιδική ή νεανική ηλικία, μεγαλώνω
4. τελειώνω μια εργασία γρήγορα, διεκπεραιώνω σε σύντομο διάστημα («ξεπέταξα τις δουλειές του σπιτιού μέσα σε τρεις ώρες»)
5. προσφέρω γρήγορη σεξουαλική ικανοποίηση
6. μέσ. ξεπετάγομαι και ξεπετάζομαι και ξεπετιέμαι
α) πετώ ξαφνικά προς τα επάνω
β) εμφανίζομαι ξαφνικά μπροστά σε κάποιον
γ) ενηλικιώνομαι, ωριμάζω απότομα
δ) διακόπτω μια συζήτηση παρεμβαίνοντας με αυθάδεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-πετάννυμι (αόρ. ἐξ-επέτασα), βλ. και λ. ξ(ε)-].