ξεψαχνίζω

From LSJ
Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source

Greek Monolingual

1. διαλέγω το ψαχνό, αφαιρώ από το κόκαλο το ψαχνό και το τρώω
2. μτφ. α) εξετάζω κάτι λεπτομερώς, λεπτολογώ
β) προσπαθώ να αποσπάσω μυστικά από κάποιον με επιτήδειο τρόπο, βολιδοσκοπώ
γ) εξαντλώ κάποιον οικονομικά αποσπώντας του χρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + ψαχνό].