μπήγω
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
Greek Monolingual
και μπήζω και μπήχνω και μπήχτω (Μ μπήγω και σμπήγω και μπήσσω και μπήζω)
εισάγω κάτι μέσα σε άλλο ή στο έδαφος ή σε στερεό σώμα με πίεση ή χτύπημα, καρφώνω, χώνω («του γιου μου αρπάζω το σπαθί στα στήθη της το μπήγω», Βιζυην.)
νεοελλ.
1. τρώγω με βουλιμία και κατά κόρον
2. φρ. α) «μπήγω τις φωνές» ή «μπήζω τις φωνές» — αρχίζω να φωνάζω πάρα πολύ δυνατά
β) «μπήγω τα κλάματα» — αρχίζω απότομα να κλαίω
γ) «μπήγω τα γέλια» — ξεσπώ σε γέλια
2. παροιμ. «το παίξε παίξε φέρνει και το μπήξε μπήξε» — λέγεται για να δηλώσει ότι πολλές φορές οι αστεϊσμοί συνεπάγονται παρεξηγήσεις και συμπλοκές
μσν.
1. στήνω
2. φυτεύω
3. (για ρούχα) στερεώνω κάπου
4. χώνω κάποιον κάπου βίαια
5. ράβω κάτι πάνω σε ύφασμα ως διακοσμητικό
6. μέσ. α) είμαι χωμένος, κείμαι
β) σφηνώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. ἔμπηξα < ἐν-έπηξα, αόρ. του αρχ. ἐμ-πήγνυμι, κατά το σχήμα ἄνοιξα - ἀνοίγω].