νέηλυς

From LSJ
Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νέηλῠς Medium diacritics: νέηλυς Low diacritics: νέηλυς Capitals: ΝΕΗΛΥΣ
Transliteration A: néēlys Transliteration B: neēlys Transliteration C: neilys Beta Code: ne/hlus

English (LSJ)

ῠδος, ὁ, ἡ, (ἤλυθον)

   A newcomer, Il.10.434, Hdt.1.118, Pl.Lg.879d.

German (Pape)

[Seite 236] υδος, neu, eben erst angekommen; Il. 10, 434. 558; Her. 1, 118; εἴτε πάλαι ἐνοικοῦντος, εἴτε νεήλυδος ἀφιγμένου, Plat. Legg. IX, 979 d; Sp., wie Luc. V. H. 1, 33.

Greek (Liddell-Scott)

νέηλῠς: -ῠδος, ὁ, ἡ, (ἔρχομαι, ἤλυθον) ὁ νεωστὶ ἐλθών, «νεοφερμένος», Ἰλ. Κ. 434, Ἡρόδ. 1. 118, Πλάτ. Νόμ. 979D.

French (Bailly abrégé)

υδος (ὁ, ἡ)
nouveau venu.
Étymologie: νέος, v. ἐλεύσομαι.

English (Autenrieth)

(ἤλυθον): newly come, Il. 10.434 and 558.

Greek Monolingual

ο, η (Α νέηλυς, -ήλυδος)
αυτός που ήλθε πρόσφατα ή για πρώτη φορά σε έναν τόπο, νεοφερμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ηλυς (< θ. ελυθ μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας ελευθ- του ἐλεύθω «έρχομαι»), πρβλ. έπ-ηλυς, μέτ-ηλυς. Το -η- του τ. (αντί -ελυς) οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].