Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πίτυρο

From LSJ
Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann

Menander, Monostichoi, 121

Greek Monolingual

το / πίτυρον, ΝΑ, και πίτουρο και πίτερο, Ν
ο φλοιός που αποβάλλεται κατά την άλεση τών δημητριακών και ιδίως του σιταριού
νεοελλ.
1. φρ. «τρώει πίτουρα»
μτφ. (για πρόσ.) είναι ανόητος, χαζός σαν ζώο
2. παροιμ. «όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρων' οι κότες» — λέγεται για να δηλώσει ότι εκείνος που αναμιγνύεται σε φαύλες υποθέσεις υφίσταται στο τέλος τις συνέπειες
αρχ.
1. νόσος της επιδερμίδας και ιδίως του τριχωτού της κεφαλής, πιτυρίαση
2. καθίζημα τών ούρων όμοιο με πίτυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πίτυρον εμφανίζει το ίδιο επίθημα -υρον με το συγγενές νοηματικά λέπ-υρον «περίβλημα καρπού, φλούδα». Κατά μία άποψη, η λ. προήλθε με ανομοίωση από αμάρτυρο τ. πύτυρον (πρβλ. λατ. putus «αγνός», αρχ. ινδ. pavate «εξαγνίζω», pavana- «λιχνιστήρι»), ενώ κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με τον τ. πίτυλος. Στη Νέα Ελληνική ο τ. πίτερο προήλθε από το πίτυρον με τροπή του άτονου /ι/ σε /e/ πριν από υγρό (πρβλ. άχυρο - άχερο, μάγειρας - μάγερας, μυρσίνη - μερσίνη, μυρμήγκι - μερμήγκι κ.ά.), ενώ στον τ. πίτουρο το -υ- εμφανίζει την αρχ. προφορά του ως /u/ = ου (πρβλ. ξυράφι(ον) - ξουράφι, τύμπανο - τούμπανο, σύρω- σούρ(ν)ω)].