πίτυρο
Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will
Greek Monolingual
το / πίτυρον, ΝΑ, και πίτουρο και πίτερο, Ν
ο φλοιός που αποβάλλεται κατά την άλεση τών δημητριακών και ιδίως του σιταριού
νεοελλ.
1. φρ. «τρώει πίτουρα»
μτφ. (για πρόσ.) είναι ανόητος, χαζός σαν ζώο
2. παροιμ. «όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρων' οι κότες» — λέγεται για να δηλώσει ότι εκείνος που αναμιγνύεται σε φαύλες υποθέσεις υφίσταται στο τέλος τις συνέπειες
αρχ.
1. νόσος της επιδερμίδας και ιδίως του τριχωτού της κεφαλής, πιτυρίαση
2. καθίζημα τών ούρων όμοιο με πίτυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πίτυρον εμφανίζει το ίδιο επίθημα -υρον με το συγγενές νοηματικά λέπ-υρον «περίβλημα καρπού, φλούδα». Κατά μία άποψη, η λ. προήλθε με ανομοίωση από αμάρτυρο τ. πύτυρον (πρβλ. λατ. putus «αγνός», αρχ. ινδ. pavate «εξαγνίζω», pavana- «λιχνιστήρι»), ενώ κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με τον τ. πίτυλος. Στη Νέα Ελληνική ο τ. πίτερο προήλθε από το πίτυρον με τροπή του άτονου /ι/ σε /e/ πριν από υγρό (πρβλ. άχυρο - άχερο, μάγειρας - μάγερας, μυρσίνη - μερσίνη, μυρμήγκι - μερμήγκι κ.ά.), ενώ στον τ. πίτουρο το -υ- εμφανίζει την αρχ. προφορά του ως /u/ = ου (πρβλ. ξυράφι(ον) - ξουράφι, τύμπανο - τούμπανο, σύρω- σούρ(ν)ω)].