νύμφιος

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source

German (Pape)

[Seite 269] = νυμφίδιος; τράπεζαν ντμφίαν, Pind. P. 3, 6; νυμφίοισι παρθένοις, Eur. I. A. 741.

Greek (Liddell-Scott)

νύμφιος: ἴδε νυμφίος ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. adj. 1 qui est une jeune épouse;
2 de noces, nuptial;
II. subst. 1 fiancé;
2 jeune époux.
Étymologie: νύμφη.

English (Autenrieth)

(νύμφη): newly-married, Od. 7.65 and Il. 23.223.

English (Slater)

νύμφιος, -εῑος
   1 of marriage, bridal οὐκ ἔμειν' ἐλθεῖν τράπεζαν νυμφίαν οὐδὲ παμφώνων ἰαχὰν ὑμεναίων (Mosch.: νυμφιδίαν codd.) (P. 3.16) ὡς ἦρα νυμφείας ἐπείρα κεῖνος ἐν λέκτροις Ἀκάστου εὐνᾶς (N. 5.30)

Greek Monolingual

νύμφιος, -ία, -ον, θηλ. και -ος (Α) νύμφη
1. νυφικός («οὐκ ἔμειν' ἐλθεῑν τράπεζαν νυμφίαν», Πίνδ.)
2. φρ. «νυμφία παρθένος» — η νύφη.