ὀαριστύς

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀᾰριστύς Medium diacritics: ὀαριστύς Low diacritics: οαριστύς Capitals: ΟΑΡΙΣΤΥΣ
Transliteration A: oaristýs Transliteration B: oaristys Transliteration C: oaristys Beta Code: o)aristu/s

English (LSJ)

ύος, ἡ, Ep.,=ὀαρισμός,

   A familiar converse, fond discourse, Il.14.216 ; title of Theoc.27 : generally, ἡ γὰρ πολέμου ὀ. such is war's intercourse, Il.17.228.    II as concrete, προμάχων ὀ. the company of out-fighters, 13.291.

German (Pape)

[Seite 288] ύος, ἡ, vertraulicher Umgang, trauliches, liebevolles Gespräch; bes. zwischen Liebenden od. Eheleuten, πάρφασις, Liebesgespräch als Bethörungsmittel, Il. 14, 216; übh. Umgang, Verkehr, auch πολέμου, der Verkehr des Krieges, wie es im Kriege zu gehen pflegt, 17, 228, u. προμάχων ὀαριστύς, 13, 291, die Genossenschaft, Schaar der Vorkämpfer.

Greek (Liddell-Scott)

ὀᾰριστύς: -ύος, ἡ, Ὁμηρικὸς τύπος τοῦ ὀαρισμός, οἰκεία συνομιλία, φιλική, πλήρης ἀγάπης ὁμιλία, Ἰλ. Ξ. 216· ἐπιγραφὴ τοῦ 27 εἰδυλλ. τοῦ Θεοκρ.: - καθόλου, ἣ γὰρ πολέμου ὀαριστύς, «αὕτη γάρ ἐστι ἡ τοῦ πολέμου ὁμιλία, ὅ ἐστιν, οὕτως δεῖ ἀναστρέφεσθαι ἐν τῷ πολέμῳ καὶ ἀριστεύειν· αὕτη γὰρ ἀρετὴ πολεμούντων» (Σχόλ.), Ἰλ. Ρ. 228. ΙΙ. ὡς συγκεκριμένον, προμάχων ὀαριστύν, τὴν συνάντησιν, ἤγουν τὴν μάχην τῶν πρωταγωνιστῶν, Ν. 291.

French (Bailly abrégé)

ύος (ἡ) :
1 commerce intime, relations;
2 troupe de gens qui vivent ou agissent ensemble : προμάχων ὀαριστύς IL troupe des guerriers du premier rang ; πολέμου ὀαριστύς IL rapports, càd lois ou habitudes de la guerre.
Étymologie: ὀαρίζω.

English (Autenrieth)

ύος (ὀαρίζω): familiar converse; πάρφασις, ‘fond beguilement,’ Il. 14.216; iron., πολέμου, προμάχων, Ρ 22, Il. 13.291.

Greek Monolingual

ὀαριστύς, -ύος, ἡ (Α)
1. σχέση οικειότητας, φιλική συναναστροφή
2. συμμετοχή σε κάτι («ἡ γὰρ πολέμου ὀαριστύς» — η συμμετοχή και η αριστεία στον πόλεμο, Ομ. Ιλ.)
3. ως κύριο όν. τίτλος του 27ου ειδυλλίου του Θεοκρίτου
4. φρ. «προμάχων ὀαριοτύς» — η συμπεριφορά τών πρωταγωνιστών κατά τη μάχη, η αρετή τών πολεμιστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀαρίζω + επίθημα -τύς (πρβλ. ακοντισ-τύς, ξιφισ-τύς)].