οἰόκερως

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰόκερως Medium diacritics: οἰόκερως Low diacritics: οιόκερως Capitals: ΟΙΟΚΕΡΩΣ
Transliteration A: oiókerōs Transliteration B: oiokerōs Transliteration C: oiokeros Beta Code: oi)o/kerws

English (LSJ)

ωτος, ὁ, ἡ, (κέρας)

   A one-horned, Opp.C.2.96.

German (Pape)

[Seite 308] ωτος, einhörnig, Opp. Cyn. 2, 96.

Greek (Liddell-Scott)

οἰόκερως: -ωτος, ὁ, ἡ, (κέρας) ὁ ἓν μόνον κέρας ἔχων, μονόκερως, Ὀππ. Κυν. 2. 96· ― ἀνώμαλ. γεν. οἰοκέρηος, Ἀπολιν. Ψαλμ. ΚΗϳ (ΚΘϳ) 13.

Greek Monolingual

ο (Α οἰόκερως, -έρωτος, ὁ, ἡ)
νεοελλ.
(παλαιοντ.) γένος σεληνοδοντίων οπληφόρων θηλαστικών που απολιθωμένα λείψανα τους βρέθηκαν σε στρώματα του κατώτερου πλειόκαινου στο Πικέρμι, στη Σάμο κ.α.
αρχ.
αυτός που έχει ένα μόνο κέρατο, μονοκέρατος, μονόκερως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + -κερως (< κέρας), πρβλ. ορθό-κερως].