οἶσος
English (LSJ)
(Ael.Dion.Fr.76) or οἰσός, ὁ,
A withy, Vitex Agnus-castus, the twigs of which served for wickerwork, ropes, etc., Thphr.HP3.18.1, 6.2.2, etc.: neut. οἶσον, = σχοινίον, Hsch.: perh. cf. οὖσον.
German (Pape)
[Seite 312] ὁ, oder οἰσός, ein weidenartiger Strauch, wie λύγος (s. das Vorige), dessen Zweige zu Flechtwerk und Stricken benutzt wurden, Theophr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
οἶσος: ἢ οἰσός, ὁ, εἶδος ἰτέας ἢ λύγου, οὗ οἱ κλῶνες ἐχρησίμευον πρὸς κατασκευὴν πλεγμάτων, σχοινίων, κλ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 2, 2, κτλ.· οὐδ. οἶσον = σχοινίον, Ἡσύχ.· πληθ. οὖσα ἐν Λυκόφρ. 20. (Ἴδε ἐν λ. ἰτέα).
Greek Monolingual
οἶσος και οἰσὸς, ὁ (Α)
είδος ιτιάς ή λυγαριάς, τα κλαδιά της οποίας χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή πλεγμάτων, σχοινιών κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. οἶσος, οἰσύα εμφανίζουν την ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας wei- «στρέφω, κάμπτω», με κατάλ. tu / -tw πρβλ. ίτυς, ιτέα) και συνδέονται με αρχ. σλαβ. větvĭ «κλαδί». Ο τ. οἶσος έχει προέλθει < FοιτFος με τροπή του συμπλέγματος τF>σ, ενώ ο παρλλ. τ. οἰσύα ανάγεται σε τ. Fοι-τυ-α, όπου η τροπή του τυ > συ οφείλεται πιθ. σε αναλογική επίδραση του τ. οἶσος. Οι λ. οἶσος / οἰσύα αναφέρονται σε διαφορετικά είδη φυτών και συνδέονται με τα ἴτυς / ἰτέα.