παραγνωρίζω

From LSJ
Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep

Source

Greek (Liddell-Scott)

παραγνωρίζω: ὡς καὶ νῦν, κακῶς ἐκλαμβάνωκρίνω τι, τὰς ἀρετὰς οἱ πονηροὶ ὡς κακίας παραγνωρίζουσι Θαλασσίου Ἑκατοντάδες σ. 1183D, κτλ.

Greek Monolingual

ΝΜ
κάνω κακή κρίση ή εσφαλμένη αναγνώριση, παρορώ
νεοελλ.
1. δεν εκτιμώ κάτι όσο πρέπει, δεν αποδίδω την αρμόζουσα εκτίμηση σε κάτι, υποτιμώ, αψηφώ («παραγνωρίζει την αξία του»)
2. κάνω λάθος στην αναγνώριση κάποιου, τον παίρνω για κάποιον άλλο
3. παθ. παραγνωρίζομαι
αποκτώ υπερβολική οικειότητα με κάποιον («παραγνωριστήκαμε μού φαίνεται!»)
μσν.
αγνοώ.