παρέστιος

From LSJ
Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρέστιος Medium diacritics: παρέστιος Low diacritics: παρέστιος Capitals: ΠΑΡΕΣΤΙΟΣ
Transliteration A: paréstios Transliteration B: parestios Transliteration C: parestios Beta Code: pare/stios

English (LSJ)

ον,(ἑστία)

   A by or at the hearth, λοιβαί S.El.269, cf. Ant. 372, E.Med.1334; ἡ δ' εἴσω πελάνους καῖεν π. A.R.4.713.

German (Pape)

[Seite 518] neben oder bei dem Heerde, am Heerde; κτανοῦσα γὰρ τὸν σον κάσιν παρέστιον, Eur. Med. 1334; λοιβαί, Soph. El. 269; übh. = ἐφέστιος, μήτ' ἐμοὶ παρέστιος γένοιτο, ὃς τάδ' ἔρδει, Ant. 373; Ap. Rh. 4, 713.

Greek (Liddell-Scott)

παρέστιος: ον (ἑστία) ὁ παρὰ τὴν ἑστίαν ἢ ἐπ’ αὐτῆς, παρεστίους σπένδοντα λιβὰς Σοφ. Ἠλ. 269· - καθόλου, = ἐφέστιος, Σοφ. Ἀντ. 372, Εὐρ. Μήδ. 1334.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui est ou se fait près du foyer;
2 qui s’assied au foyer de, τινι.
Étymologie: παρά, ἑστία.

Greek Monolingual

-α, -ο / παρέστιος, -ον ΝΑ
1. αυτός που βρίσκεται κοντά στην εστία, κοντά στον τόπο όπου καίει η φωτιά μέσα στο σπίτι («ἡ δ' εἴσω πελάνους καίεν παρεστίους», Απολλ. Ρόδ.)
2. αυτός που συγκατοικεί με κάποιον, ο σύνοικος, ο συγκάτοικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἑστία.