περιήλυσις

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

κύματα θαρσαλέως ποντοπόρει βιότου → the waves of life make bold furrows, travel boldly over the waves of life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιήλῠσις Medium diacritics: περιήλυσις Low diacritics: περιήλυσις Capitals: ΠΕΡΙΗΛΥΣΙΣ
Transliteration A: periḗlysis Transliteration B: periēlysis Transliteration C: periilysis Beta Code: perih/lusis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A = περιέλευσις, coming or going round, ἡ Περσικὴ π. καὶ κύκλωσις Plu.Cat.Ma.13.    2 revolution, cycle, Hdt.2.123.

German (Pape)

[Seite 576] ἡ, wie περιέλευσις, das Herumkommen, der Umlauf, Her. 2, 123, wo περιείλησις alte v. l., wie bei Plut. Cat. mai. 13 περιήλυσιν καὶ κύκλωσιν richtige Lesart für περιείλησις ist.

Greek (Liddell-Scott)

περιήλῠσις: ἡ, ὡς τὸ περιέλευσις, ἡ Περσικὴ π. καὶ κύκλωσις Πλουτ. Μᾶρκος Κάτων 13. 2) περιστροφὴ (μετὰ διαφ. γραφ. περιείλησις), Ἡροδ. 2.123· ἡ κοσμικὴ π. Κλήμ. Ἀλ. 884.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 circuit;
2 évolution.
Étymologie: περιελεύσομαι, de περιέρχομαι.

Greek Monolingual

-ύσεως, ἡ, Α
1. η περιέλευση, η μετακίνηση από σημείο σε σημείο
2. η περιστροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἤλυσις «οδός, πορεία» αντί ἔλευσις (βλ. λ. ήλυσις)].