πολυμιξία
From LSJ
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
English (LSJ)
ἡ,
A = πολυμιγία, αἱ π. τῶν σπερμάτων Epicur.Fr.250 (= Metrod.Fr.1).
German (Pape)
[Seite 666] ἡ, = πολυμιγία, Plut. adv. Colot. 5.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. πολυμιγία.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ πολύμικτος
νεοελλ.
γένος ακανθοπτερύγιων βερυκόμορφων ιχθύων που απαντά στις τροπικές και εύκρατες περιοχές του Ατλαντικού και του Ειρηνικού Ωκεανού
μσν.
1. πολυγαμία
2. κακοφωνία από πολλές φωνές
μσν.-αρχ.
1. πολυμιγία, ανάμιξη διαφορετικών συστατικών
2. μίξη, συνεύρεση με πολλά θηλυκά άτομα.