πολυπράγμων
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (πρᾶγμα)
A busy about many things, mostly in bad sense, meddlesome, officious, a busybody, Eup. 222, Ar.Av.471, Lys.24.24, Isoc.15.98,230,237: freq. as epith. of the restless Athenians, as in the plays so entitled by Timocles, Diphilus, and Heniochus; applied to Socrates, Arr.Epict.3.1.21. Adv. -νως Mitteis Chr.31 viii 30 (ii B.C.). 2 later and rarely in good sense, curious after knowledge, π. καὶ περιττός Plb.9.1.4; Ἡρόδοτος ὁ π. D.S.1.37, cf. Antig.Mir.24.
German (Pape)
[Seite 670] ον, mit vielen Sachen, Angelegenheiten, Händeln beschäftigt; bes. tadelnd, der sich in vielerlei Dinge mischt, die ihn Nichts angehen, Ar. Av. 471; aus Vorwitz, Neugier, zänkischer Geschäftigkeit oder Gewinnsucht sich in die Angelegenheiten Anderer mengend, der im Staate Neuerungen anfängt, vgl. Valck. Hipp. 785; ὄχλος, Plut. Pericl. 11; καὶ θρασύς, Lys. 24, 24; auch kleinlich weitläuftig und umständlich, Sp., wie Plut.; – selten lobend, genau, sorgfältig forschend, durch viele Thätigkeit in Geschäften geübt, Pol. 9, 1, 4 D. Sic. 1, 37.
Greek (Liddell-Scott)
πολυπράγμων: -ον, γεν. -ονος, (πράσσω, πρᾶγμα), ὁ ἀσχολούμενος εἰς πολλά, ὑπὲρ τὸ δέον πολυάσχολος, ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὁ εἰς πολλὰ ἀναμιγνυόμενος, περίεργος, Λατ. curiosus, οὐ γὰρ πολυπράγμων ἐστίν, ἀλλ’ ἁπλήγιος (δηλ. ἁπλοῦς) Εὔπολις ἐν «Πόλεσιν» 27b, Ἀριστοφ. Ὄρν. 471, Λυσίας 170. 26, Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 105, 245, 253· ἐπίθετον ὅπερ συχνάκις ἐδίδετο εἰς τοὺς πολυπράγμονας Ἀθηναίους ὑπὸ τῶν πολιτικῶν αὐτῶν ἀντιπάλων ὡς ἐν τοῖς δράμασι τοῖς φέρουσι τοῦτο τὸ ὄνομα τοῦ Τιμοκλέους, τοῦ Διφίλου καὶ τοῦ Ἡνιόχου· δίδεται δὲ τὸ ἐπίθετον τοῦτο καὶ εἰς τὸν Σωκράτη, οὕτω περίεργος εἶ, ὦ Σώκρατες, καὶ πολυπράγμων; Ἀρριαν. Ἐπίκτ. 3. 1, 21, πρβλ. ἀπράγμων, φιλοπράγμων, Valck εἰς Εὐρ. Ἱππόλ. 785. 2) μεταγεν., καὶ σπανίως ἐπὶ καλῆς σημασίας, ὁ περίεργος ὅπως μάθῃ, Πολύβ. 9. 1, 4· Ἡρόδοτος ὁ π. Διόδ. 1. 37. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σ. 154.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
1 remuant, brouillon;
2 qui se mêle de ce qui ne le regarde pas, qui s’ingère en toutes choses, intrigant.
Étymologie: πολύς, πρᾶγμα.
Greek Monolingual
-όνος, ο, η, ΝΜΑ, και πολυπράγμονος Ν
1. αυτός που ασχολείται με πολλά πράγματα ταυτόχρονα, με πολλές υποθέσεις
2. αυτός που ασχολείται με θέματα που δεν τον αφορούν, που ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις
μσν.-αρχ.
ο άκριτα περίεργος
αρχ.
ο προσεκτικός ερευνητής.
επίρρ...
πολυπραγμόνως Α
με πολυπραγμοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πράγμων (< πρᾶγμα), πρβλ. μεγαλο-πράγμων].