προσπίτνω
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
English (LSJ)
poet. for προσπίπτω (v. πίτνω),
A fall upon a person's neck, embrace, τοῖς φιλτάτοις E.El.576; νεκρῷ Id.Med.1205; ἀμφὶ γενειάδα Id.HF1208 (lyr.). 2 come in, come upon the scene, Id.Ph. 1429. II of things, fall upon, ἰοὶ προσπίτνοντες ὤλλυσαν A.Pers. 461; of passion, σοὶ φρενῶν χόλος π. E.Med.1266 (lyr.). III fall down to or before, supplicate, abs., αἰτοῦ δὲ προσπίτνουσα S.El.453: c. dat., προσπίτνομέν σοι Id.OC1754 (anap.): more freq. c. acc., A. Pers.152 (anap.), E.Ph.924, Andr.537 (anap.), Tr.762; ἐμὸν γόνυ Id.Supp.10; μνῆμα Id.Hel.64; προσπίτνω σε γόνασι S.Ph.485; γονυπετεῖς ἕδρας π. τινά fall before one in kneeling posture, E.Ph.293 (lyr.): c. inf., π. σε μὴ θανεῖν I beseech thee that I may not die, Id.El. 221. IV fall upon, attack, τινα Id.Ba.1115.
Greek (Liddell-Scott)
προσπίτνω: ποιητ. ἀντὶ προσπίπτω (ἴδε ἐν λ. πίτνω), πίπτω ἐπὶ τὸν τράχηλόν τινος, ἐναγκαλίζομαί τινα, τινι Εὐρ. Ἠλ. 576· νεκρῷ ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1205· ἀμφὶ σὰν γενειάδα ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 1208. 2) ἔρχομαι, παρουσιάζομαι, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1429. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἐπιπίπτω, ἰοὶ προσπίτνοντες ὤλλυσαν Αἰσχύλ. Πέρσ. 461· ἐπὶ ὀργῆς, σοὶ φρενῶν χόλος πρ. Εὐρ. Μήδ. 1266. ΙΙΙ. πίπτω ἐνώπιόν τινος, ἱκετεύω, ἀπολ., αὐτοῦ δὲ προσπίτνουσα Σοφ. Ἠλ. 453· μετὰ δοτ., προσπίτνομέν σοι ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1754· ἀλλὰ συχνότερον μετ’ αἰτ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 152, Εὐρ. Φοίν. 924, κτλ.· πρ. γόνυ τινὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 10, πρβλ. Ἑλ. 64· προσπίτνω σε γόνασι Σοφ. Φιλ. 485· ὡσαύτως, πρ. τινὰ γονυπετεῖς ἕδρας, πίπτω ἐνώπιόν τινος εἰς τὰ γόνατα, γονατίζω, Εὐρ. Φοίν. 293· - μετ’ ἀπαρ., πρ. σε μὴ θανεῖν, σὲ ἱκετεύω νὰ μὴ ἀποθάνω, Σοφ. Ἠλ. 221.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
1 tomber sur : τί σοι χόλος προσπίτνει ; EUR pourquoi la colère te saisit-elle soudainement ?;
2 tomber devant qqn pour le supplier, dat. ou acc. : τινα γόνασι SOPH tomber aux genoux de qqn ; τινα μή avec l’inf. : tomber aux genoux de qqn pour le supplier de ne pas, etc.
Étymologie: πρός, πίτνω.
Greek Monolingual
Α
(ποιητ. τ.)
1. πέφτω στην αγκαλιά κάποιου, τον αγκαλιάζω
2. εισέρχομαι, παρουσιάζομαι, κυρίως στη σκηνή
3. (για πράγματα) πέφτω επάνω, επιπίπτω («ἰοὶ προσπίπτοντες ὤλλυσαν», Αισχύλ.)
4. (για ψυχικά πάθη) επέρχομαι, συμβαίνω («τί σοι φρενῶν βαρὺς χόλος προσπίτνει;», Ευρ.)
5. (με εχθρική σημ.) επιτίθεμαι εναντίον κάποιου
6. προσπέφτω
7. (κατ' επέκτ.) ικετεύω, παρακαλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + πίτνω, ποιητ. τ. του πίπτω.